συμπαράκλητος

συμπαράκλητος
-ον, Α
εκκλ. αυτός που είναι μαζί με τον Παράκλητο, που συνοδεύει τον Παράκλητο («ὡς αὐτοῡ τοῡ Κυρίου Παρακλήτου ὄντος καὶ τοῡ πνεύματος τοῡ ἁγίου συμπαρακλήτου ὄντος ὁμοίως», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + Παράκλητος «προσωνυμία τού Αγίου Πνεύματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”